- πεντελιθίζω
- ή πενταλιθίζω, Α [πεντέλιθα]παίζω τα πεντέλιθα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντελιθίζειν — πεντελιθίζω play pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταλιθίζω — Α βλ. πεντελιθίζω … Dictionary of Greek
πεντελιθισταί — Α [πεντελιθίζω] (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἑορτάζοντες καὶ παίζοντες» … Dictionary of Greek